12 Σεπ 2023
Η σύγχρονη διαδικασία της διαμεσολάβησης κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ των ιδιωτών. Ο Ν. 4640/2019 έχει εισάγει μια σειρά πρωτοποριακών εξωδικαστικών λύσεων που ανατρέπει τα δεδομένα της τυπικής...
Η σύγχρονη διαδικασία της διαμεσολάβησης κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ των ιδιωτών. Ο Ν. 4640/2019 έχει εισάγει μια σειρά πρωτοποριακών εξωδικαστικών λύσεων που ανατρέπει τα δεδομένα της τυπικής νομικής πραγματικότητας. Η διαμεσολάβηση είναι μια διαρθρωμένη, εμπιστευτική διαδικασία διαπραγμάτευσης στην οποία συμμετέχουν εκουσίως τα μέρη και επιχειρούν με καλόπιστη συμπεριφορά να επιλύσουν τη μεταξύ τους διαφορά καταλήγοντας σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία. Η επιμέλεια της διεξαγωγής της διαδικασίας γίνεται με τη συνδρομή ανεξάρτητου και ουδέτερου τρίτου, του διαμεσολαβητή. Η συμμετοχή του διαμεσολαβητή μπορεί να δώσει στη διαπραγμάτευση άλλη δυναμική και προοπτική, διότι εκείνος με την ειδική εκπαίδευση που έχει –τις τεχνικές και ψυχολογικές δεξιότητες- , μπορεί να βοηθήσει τα μέρη κάνοντας χωριστές και από κοινού συναντήσεις, να κατανοήσουν σε βάθος τις μεταξύ τους διαφορές, να επανεκτιμήσουν την αρχική τους θέση και την ορθότητά της, να σταθμίσουν τα συμφέροντα τους καθώς και να αντιληφθούν το όφελος μιας επικείμενης συμφωνίας. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι ιδιαιτέρως ελκυστική για να την προτιμήσουν τα μέρη διότι οι αρχές που την διέπουν είναι ο σεβασμός, η ισοτιμία των μερών, η εμπιστευτικότητα των όσων λεχθούν, η μεγάλη μείωση των εξόδων καθώς και η ανεξαρτησία του διαμεσολαβητή ο οποίος συντονίζει τη διαμεσολάβηση με απόλυτη αμεροληψία και εχεμύθεια. Συγκεκριμένα η αμεροληψία διασφαλίζεται, δεδομένου ότι τον διαμεσολαβητή επιλέγουν από κοινού τα μέρη ενώ εκείνος οφείλει να ενημερώσει τα μέρη για την πιθανή ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό του. Η διαδικασία είναι εκούσια, διότι τα μέρη καταφεύγουν σε αυτή και καταλήγουν σε μια συμφωνία κατόπιν της δικής τους θέλησης και ώριμης σκέψης και στάθμισης των συμφερόντων τους. Είναι διά νόμου εμπιστευτική, αφού όσες πληροφορίες, προτάσεις και απόψεις ειπωθούν δεν ανακοινώνονται σε τρίτους και δεν δύναται να χρησιμοποιηθούν στις επίμαχες δίκες στο δικαστήριο. Τέλος, είναι προφορική και δεν τηρούνται πρακτικά. Έτσι, τα εμπλεκόμενα μέρη διαπραγματεύονται εκτός των δικαστηριακών αιθουσών με την παρουσία των δικηγόρων τους σε ένα φιλελεύθερο κλίμα προκειμένου να καταλήξουν σε μια συμφέρουσα και ικανοποιητική συμφωνία η οποία υπογράφεται σε Πρακτικό, κατατίθεται στο οικείο Πρωτοδικείο και αποκτά εκτελεστότητα και εκτελείται όπως μία δικαστική απόφαση. Εκτός των άλλων λόγων η διαμεσολάβηση προκρίνεται διότι αποτελεί μια πιο οικονομική λύση στο πλαίσιο των ιδιωτικών διαφορών. Συμβάλλει στην εξοικονόμηση πόρων των μερών δηλαδή δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλων τελών ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων, δικαστικών ενσήμων και τέλους απογράφου, εξόδων επίδοσης κ.α. όπως απαιτείται στην δικαστική αντιδικία η οποία δύναται να εξελιχθεί και σε μακροχρόνιες δίκες. Συνεπώς, η διαμεσολάβηση είναι μία απλή, ευέλικτη και φιλική διαδικασία και όχι συγκρουσιακή. Με το θεσμό της διαμεσολάβησης δύναται να επιλυθεί το σύνολο των ιδιωτικών διαφορών όπως για παράδειγμα οικογενειακές, εμπορικές, μισθωτικές, περιουσιακές, κτηματικές. Οι μοναδικές υποθέσεις που εκφεύγουν από το πλαίσιο ρύθμισης της διαμεσολάβησης είναι του δημοσίου δικαίου και όσες απαιτούν από τον νόμο προσφυγή στα Δικαστήρια και έκδοση δικαστικής απόφασης όπως για παράδειγμα η έκδοση διαζυγίου. Η διαμεσολάβηση λοιπόν επιλέγεται διότι λαμβάνονται υπόψιν οι επιθυμίες, οι επιδιώξεις του κάθε μέρους και προάγονται οι αξίες της ελευθερίας, του σεβασμού και της ισοτιμίας πετυχαίνοντας σε κάθε περίπτωση την καλύτερη δυνατή συμφωνία.
Παράλληλα, ο θεσμός αυτός λειτουργεί με απόλυτη επιτυχία εδώ και χρόνια στο εξωτερικό και προσφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στη διευθέτηση των ιδιωτικών διαφορών. Στην ελληνική νομοθεσία η διαμεσολάβηση εντάχθηκε το 2019 με τον νόμο 4640/2019 και η πλειοψηφία των πολιτών ακόμα και σήμερα διατηρεί επιφυλακτική και καχύποπτη στάση ως προς την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Εντούτοις η έλλειψη εμπιστοσύνης από τους πολίτες είναι απόλυτα λαθεμένη και αβάσιμη. Τα οφέλη της διαμεσολάβησης όπως προαναφέρθηκαν είναι ανυπολόγιστα για τους συμμετέχοντες σε σχέση με τις τυπικές δικαστηριακές διαδικασίες οι οποίες οδηγούν τα μέρη σε ατελείωτους δικαστικούς αγώνες με αμφίβολο αποτέλεσμα ως προς τα συμφέροντα των διαδίκων. Η ενδελεχής πληροφόρηση και η καθοδήγηση στην ανάλυση και τα πλεονεκτήματα του θεσμού είναι ο μόνος τρόπος για να ανατραπεί η επιφυλακτική στάση των πολιτών σε αυτόν τον πολλά υποσχόμενο εναλλακτικό τρόπο επίλυσης των διαφορών. Κατόπιν τούτων αξίζει να δοθεί περισσότερη προσοχή από τους πολίτες κατά την επιλογή του τρόπου επίλυσης των ιδιωτικών τους διαφορών λαμβάνοντας σοβαρά υπ όψιν τον θεσμό της διαμεσολάβησης ο οποίος εγγυάται τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα πιο άμεσα και πιο οικονομικά σε αντίθεση με παραδοσιακούς τρόπους διευθέτησης των διαφορών.