7 Απρ 2025
Digital Product Passport και μόδα: ένα νέο εργαλείο διαφάνειας και βιωσιμότητας που ενισχύει την ιχνηλασιμότητα και την περιβαλλοντική ευθύνη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια μια σειρά από πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην ενίσχυση της βιωσιμότητας και της υπεύθυνης παραγωγής. Τον Μάρτιο του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε ένα εκτεταμένο πακέτο μέτρων για την αναθεώρηση του πλαισίου οικολογικού σχεδιασμού προϊόντων, δίνοντας έμφαση στην ανθεκτικότητα, την επισκευασιμότητα και την ανακυκλωσιμότητα. Ο Κανονισμός για τον Οικολογικό Σχεδιασμό Βιώσιμων Προϊόντων (Ecodesign for Sustainable Products Regulation –ESPR) τέθηκε σε ισχύ στις 18 Ιουλίου 2024 και αποτελεί νομοθετικό εργαλείο για τη μετάβαση σε μια αγορά που βασίζεται στην κυκλικότητα και τη διαφάνεια. Στο πλαίσιο εντάσσεται και το Ψηφιακό Διαβατήριο Προϊόντος (Digital Product Passport – DPP).
Το DPP λειτουργεί ως ένα ψηφιακό αντίγραφο του φυσικού προϊόντος, σχεδιασμένο να ενισχύσει τη διαφάνεια παρέχοντας πλήθος δεδομένων, από τεχνικά χαρακτηριστικά και πληροφορίες σχετικά με α) την προέλευση του προϊόντος, β) τα υλικά, γ) πληροφορίες για βλαπτικές ουσίες, δ) πιστοποιήσεις συμμόρφωσης, ε) το περιβαλλοντικό αντίκτυπο μέχρι και οδηγίες απόρριψης. Το ψηφιακό αντίγραφο είναι συνδεδεμένο με το φυσικό προϊόν μέσω τεχνολογιών όπως QR codes, RFID ή ακόμα και NFC.
Η πρόσβαση στα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο Ψηφιακό Διαβατήριο Προϊόντος παρέχεται τόσο στους καταναλωτές όσο και στους επαγγελματίες της αγοράς ή τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της διαφάνειας καθ’ όλη τη διάρκεια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Παράλληλα, διευκολύνεται η συμμόρφωση με κρίσιμες κανονιστικές απαιτήσεις, όπως εκείνες που προβλέπονται στον Κανονισμό ESPR.
Στόχος του DPP αποτελεί η προώθηση της βιωσιμότητας και της καινοτομίας, περιορίζοντας τη σπατάλη πόρων και υποστηρίζοντας την ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση υλικών. Μάλιστα, η υιοθέτησή του αποτελεί στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση του φαινομένου του “greenwashing”* και τη μετάβαση σε μια οικονομία όπου οι καταναλωτές έχουν πλήρη και τεκμηριωμένη εικόνα των προϊόντων που αγοράζουν.
Η εφαρμογή του DPP ξεκινά από το 2026, με σταδιακή επέκταση σε όλους τους τομείς έως το 2030, όπως ορίζεται στον κανονισμό ESPR. Οι επιμέρους απαιτήσεις και προθεσμίες θα διαφέρουν ανά κατηγορία προϊόντων.
Σε πρώτο στάδιο, το DPP θα είναι υποχρεωτικό για τις κατηγορίες προϊόντων που έχουν τον μεγαλύτερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο, συμπεριλαμβανομένου και των προϊόντων μόδας ιδίως όσον αφορά τη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας.
Ο τομέας της μόδας έχει ήδη αρχίσει να υιοθετεί το μοντέλο DPP, ως μέσο ιχνηλασιμότητας της αλυσίδας παραγωγής και απόδειξης κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης, καθώς και ως μέσο ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού, το οποίο είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο και συνειδητοποιημένο και στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς επιλογές που εντάσσονται στο πλαίσιο της “βιώσιμης μόδας”.
Η επισήμανση στα είδη ένδυσης και στα υφάσματα είναι ήδη υποχρεωτική, σύμφωνα με διάφορα ευρωπαϊκά και διεθνή νομοθετικά πλαίσια. Μάλιστα, η «φυσική» ετικέτα παραμένει ο πιο άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος για να λαμβάνει ο καταναλωτής συνοπτική και ουσιαστική πληροφόρηση σχετικά με τα βασικά χαρακτηριστικά του προϊόντος.
Εν κατακλείδι, το Ψηφιακό Διαβατήριο Προϊόντος (DPP) αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την ενοποίηση της βιωσιμότητας με την τεχνολογική πρόοδο και τη νομική συμμόρφωση στην ευρωπαϊκή αγορά. Πρόκειται για μια καινοτομία που δεν περιορίζεται σε τεχνικές ή περιβαλλοντικές διαστάσεις, αλλά επεκτείνεται και στο επίπεδο της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης μεταξύ παραγωγών, καταναλωτών και θεσμικών φορέων.
Η σταδιακή εφαρμογή του DPP αναμένεται να μετασχηματίσει κρίσιμους τομείς της αγοράς – με τη μόδα και τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα να αποτελούν έναν από τους πρώτους και πλέον ευαίσθητους περιβαλλοντικά κλάδους που θα ενταχθούν σε αυτό το νέο πλαίσιο.
Η προσαρμογή στη νέα αυτή πραγματικότητα δεν συνιστά απλώς νομική υποχρέωση, αλλά και ευκαιρία ανάδειξης υπεύθυνων επιχειρηματικών πρακτικών, ενίσχυσης της διαφάνειας και εδραίωσης μακροχρόνιων σχέσεων εμπιστοσύνης στην αγορά, ειδικά στην αγορά της μόδας, η οποία θεωρείται και παραμένει μια από τις πιο σημαντικές βιομηχανίες.
*greenwashing (ή «πράσινο ξέπλυμα»): η πρακτική κατά την οποία μία επιχείρηση παρουσιάζει ψευδώς ή παραπλανητικά τα προϊόντα, τις υπηρεσίες ή τη συνολική της δραστηριότητα ως φιλική προς το περιβάλλον, βιώσιμη ή οικολογικά υπεύθυνη, χωρίς αυτό να τεκμηριώνεται στην πράξη.